Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Το "στενό" στα Γιάννενα : οδός Διονυσίου Σολωμού.

 Το μουσικοθεατρικό έργο << Το "στενό" στα Γιάννενα:οδός Διονυσίου Σολωμού>>, γράφτηκε τον Απρίλη του 2018,για ν' "ανέβει" σαν μουσικοθεατρική παράσταση, έτσι όπως έγινε με την Οδό Ονείρων του Μάνου Χατζιδάκη, και την Όμορφη Πόλη του Μίκη Θεοδωράκη,αλλά και να  δισκογραφηθεί το τραγουδιστικό μέρος,όπως η Καταχνιά του Λεοντή (με πρόζα πριν απ' τα τραγούδια). 
Περιλαμβάνει πεζά κείμενα που θ' ακούγονται από αφηγητή ή από τους συμμετέχοντες ηθοποιούς, και γύρω στα 10-12 τραγούδια που θα τραγουδιούνται επί σκηνής, από λαϊκό τραγουδιστή.
 Μια σκηνοθετική ας την πούμε ιδέα, είναι ν' αρχίσει το θεατρικό μ' έναν κατελθόντα αρχάγγελο ,ή μάλλον μ' έναν αρχάγγελο αναδυόμενο απ' τη σκόνη των στενοσόκακων ανάμεσα στα λαϊκά φτωχόσπιτα της παλιάς Καλούτσιανης,έτσι όπως ακριβώς τον περιγράφω στο αποκάτω ποίημά μου,σε μια ανάρτησή μου στο facebook, να φοράει ρούχα εργάτη (οικοδόμου ή φορτοεκφορτωτή) ,με φτερά στην πλάτη,και να διηγείται όσα γράφω στο θεατρικό,περιπλανωμενος ανάμεσα στους θεατές ή ανεβασμένος στη σκηνή : 
 
Ήταν στα Γιάννενα ένα μικρό στενό,καμιά εκατοστή μέτρα μακρύ και μονάχα 4-5 μέτρα φαρδύ.
"ΟΔΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ", έγραφε η μπλε πινακιδούλα ψηλά στον τοίχο του πρώτου σπιτιού, του σπιτιού του Τάκη του Ζήκου,στο έμπα του στενού.
     Και καθώς ο Διονύσιος Σολωμός ήταν (κι είναι...οι ποιητές δεν πεθαινουν) σπουδαίος  ποιητής, παναπεί ανθρωπος που στις φλέβες του τρέχουν  όμορφα ποιήματα και παράξενα τραγούδια αντί για αίμα, το ίδιο όμορφα και παράξενα  ήταν όλα στο στενό : τα σπίτια, οι μεγάλοι, τα μικρά παιδιά, αλλά και τα πουλιά που κάθονταν στα δέντρα,καθώς κι οι σκύλοι κι οι γάτες που κάθονταν στις αυλές.
       Οι άνθρωποι ήταν  φτωχοί μεροκαματιάρηδες, αλλά δισεκατομμυριούχοι αν μέτραγες και λογάριαζες τα αισθήματά τους, τον ελεύθερο χρόνο τους, και τις ωραίες κι αληθινές στιγμές που ζούσαν.
        Τα καλοκαίρια κι οι άνοιξες βάσταγαν σαν αιώνες!
Οι χειμώνες και τα χινόπωρα διάβαιναν γρήγορα σαν τον καλόψυχο κρύο βοριά που πονάει η ψυχή του να ζορίζει και να στενοχωρεί τον φτωχό κοσμάκη, και γι' αυτό διαβαίνει βιαστικά, γιομάτος τύψεις κι αγάπη.. 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Τα μικρά παιδιά, ελάχιστα κάθονταν μες στα σπίτια τους, λίγο διάβαζαν, πιο πολύ έπαιζαν έξω, κι ακόμα πιο πολύ ονειρεύονταν ξύπνια.
Κι έτσι καθώς ολημερίς έτρεχαν κι έπαιζαν έξω στις ανοιχτωσιές της συνοικίας και στη φύση,τα όνειρά τους ήταν γιομάτα με ζώα που αγαπούσαν :
      Ο Γιώργος ο Ραχόπουλος, που έτρεχε και γρήγορα, ονειρευόταν να γίνει γυμναστής ζαρκαδιών !
Ο ίδιο κι ο αδερφός του ο Κώστας, γυμναστής  τζιτζικιών αυτός !
      Ο Δημήτρης ο Μπαρκιάννης, ήθελε να γίνει οδηγός σε ασθενοφόρο για χτυπημένους από αυτοκίνητα σκύλους και γάτες, σαν τον θείο του τον Κωστάκη τον Μπαρκιάννη, που ήταν οδηγός σε λεωφορεία
      Ο Χρήστος ο Χούνιαρης, ονειρευόταν να σπουδάξει, να μάθει πολλά γράμματα , και να ταξιδέψει μακριά σαν το πουλί!Έμαθε και διάβηκε τον σκοτεινό κι ολάνθιστο, μακρύ δρόμο για την Αχερουσία, καβάλα σε μια 700άρα Yamaha,τον Αύγουστο του 2003..
     Ο αδερφός του, ο Στάθης ο Χούνιαρης, ήθελε να γίνει μουσικοδιδάσκαλος φάλτσων σκύλων !
Ο Άγγελος ο Παναγεωργίου, ονειρευόταν να γίνει ψυχοθεραπευτής μουγκών αηδονιών, να τους γιατρεύει την ψυχή,έτσι  που πέταγαν μαραζωμένα κι ανόρεχτα, μη μπορώντας να κελαηδήσουν σαν τ' άλλα τ' αηδόνια! 
      Η Βάσω η Ζανίγκα, ήθελε να γίνει διακοσμήτρια στη φωλιά των πελαργών στο Τζαμί της Καλούτσιανης, κοντά στο στενό!
Η Μαρούλα η Ζήχου, ονειρευόταν να γίνει χειρούργος γιατρίνα, να γιατρεύει τα  μυρμήγκια που σάλευαν απεγνωσμένα καθώς είχαν   ποδοπατηθεί απ' τους διαβάτες,στο πεζοδρόμιο έξω απ' την αυλή της!
      Ο Χρήστος ο Ματσαλλάς, ήθελε να γίνει φυσικοθεραπευτής των ..μυρμηγκιών της Μαρούλας!
Ο Φίλιππας ο  Καρανήτσος   ονειρευόταν να γίνει δημοσιογράφος, κι εκγυμναστής ταχυδρομικών περιστεριών ! 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
 TA ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ (τραγούδι)
Τα μικρά παιδιά
είναι του Χριστού,
τα τυφλά πουλιά
είναι τ' ουρανού,
τα χρυσά κλειδιά
του παραμυθιού.

Τα μικρά παιδιά....
Τα τυφλά πουλιά.....
Τα χρυσά κλειδιά.....

Τα κυκλάμινα
είναι της αυγής,
ο τρελός ποιητής
της γλυκιάς σιωπής,
και τα δάκρυα
της κρυφής πληγής.

Η χλωμή αυγή.....
Η γλυκιά σιωπή......
Κι η κρυφή πληγή........ 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Ο ποιητής ο Διονύσιος Σολωμός, παντοτινά παρών, ολοζώντανος κι αθάνατος και ζωηρός, όπως όλοι οι ποιητές που δεν πεθαίνουν ποτέ,  πολύ χαιρόταν που τα 'βλεπε έτσι ωραία κι αλλιώτικα τα παιδιά στο στενό,  και με τη φωτιά στο αίμα και στα μάτια, ίδια με τη φωτιά που 'χε κι αυτός παιδί,και την είχε ακόμα τώρα, 180 χρονών πια γέροντας στα χαρτιά, μα νέος στην όψη,παιδί στην ψυχή, και βρέφος αθώο κι άκακο στο βλέμμα ! 
         Κατέβαινε λοιπόν τα πρωινά, και πήγαινε στο παντοπωλείο του Ζαχαρία του Κάππη :
-Καλημέρα, Ζαχαρία !
-Καλώς το Διονύσσιο τον ποιητή !
-Βάλε μου μια γκαζόζα !
-Έρχεταιαιαιαιαιαιαι !!!!
Ο Ζαχαρίας βεβαίως, που είχε διαβασει στη βιογραφία του ποιητή, πως ο κυρ-Διονύσης είχε μεγάλη αδυναμία στο αλκοόλ, ήξερε πως λέγοντας "γκαζόζα"  εννοούσε ένα τσίπουρο που τόσο πολύ του άρεσε.Μόνο που ντρεπόταν, τόσο πρωί να τον ακούνε οι γειτόνοι να παραγγέλνει τσίπουρο...Μα, έλα που μονάχα έτσι ένιωθε το αίμα του να ζεσταίνεται, να χοροπηδάει τρελά, και ν' αρχίζει να πλάθει μες στη φλέβα του στίχους ζεστούς σαν τον ήλιο!
Και γεννούσε τόσα ποιήματα εντός του, το στενό με τις βουκαμβίλιες, τις ακακίες και τα παιδιά με τα όνειρα τ' αλλιώτικα!
Ιδίως τις νύχτες... 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Οι νύχτες στο στενό, μοσκοβόλαγαν άστρα, χώμα κι αγάπη: 
          Άστρα, απ' τα φτερά των αηδονιών που κούρνιαζαν στις ακακίες της γειτονιάς, και που έφταναν το δειλινό πετώντας ως τ' άστρα, να ζητιανέψουν μελωδίες και να κατεβούν μετά να μεθύσουν με κελαηδίσματα τη γειτονια!
           Χώμα, ανάκατο με τη μυρουδιά απ' τον ιδρώτα των παιδιών που έτρεχαν ολημερίς στο στενό,και με το άρωμα μήλου και κερασιού απ' τις φρουτότσιχλες ADAMS που τις πετούσαν τα παιδιά  καταγής άμα έφευγε η γλύκα !
          Αγάπη, απ' τον κόρφο και τα μάτια των μανάδων...

 Οι νύχτες στο στενό,βάσταγαν πολύ, για προφτάσουν τα παιδιά να δουν ως το τέλος τα μεγάλα τους όνειρα!
             Μια φορά, η νύχτα βάσταξε 3 χρόνια : ήταν τότε που πάτησε ο πρώτος άνθρωπος στο φεγγαρι !Τα παιδιά είδαν στην τηλεόραση, σε απευθείας μετάδοση, τον αστροναύτη να κατεβαίνει στη σελήνη !Κι ύστερα, έγειραν να κοιμηθούν, κι είδε το καθένα τους, το πιο μεγάλο,το πιο όμορφο,το πιο ανεπανάληπτο όνειρο !
Τρία Χριστούγεννα, τρεις Πασχαλιές και τρία καλοκαίρια βάσταξε αυτή η νύχτα ! Οι δάσκαλοι στο σχολειό, ρώταγαν που να 'ναι τα παιδιά της οδού Διονυσίου Σολωμού ! Μονάχα οι συμμαθητές τους ήξεραν, γιατί επικοινωνούσαν τις νύχτες, κρυφά, στα όνειρά τους!Αλλά δεν μαρτυρούσαν!
Ούτε μαρτυρούσαν, ούτε φοβούνταν τίποτε, γιατί τα παιδιά τότε, βγαίνοντας απ' τα σπίτια τους, πατούσαν γη και χώμα.Κι έτσι, ήταν όμορφα και δυνατά σαν τον Ανταίο... 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
ΑΣΤΡΑ,ΒΡΟΧΗ,ΧΩΜΑ ΚΙ ΑΓΑΠΗ (τραγούδι)
Άστρα, βροχή, χώμα κι αγάπη
μοσκοβολούσε η γειτονιά,
φτώχεια, καημούς, ψωμί κι αλάτι
κι όνειρα-κόκκινα πουλιά.

Τι θέλει ο ανθρωπος, να ζει:
ψωμί, νερό κι αγάπη,
να λάμπουν σαν χρυσή βροχή,
δάκρυα χαράς στο μάτι. 
Τι θέλει ο άνθρωπος, να ζει...

Έμπαινε, τη νυχτιά, απ' τις γρίλιες,
το κόκκινο άστρο του Νοτιά,
κι οι ανθισμένες βουκαμβίλιες
σπάραζαν μες στην ομορφιά.

Τι θέλει ο άνθρωπος,να ζει:
αγέρα, φως και χώμα,
σαν το παιδί να χαίρεται
και πιο πολύ ακόμα. 
Τι θέλει ο άνθρωπος, να ζει....
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Τα παιδιά, άμα κουράζονταν απ' το παιχνίδι και τα τρεχαλητα στο στενό, μαζεύονταν το βραδάκι στο "παράθυρο" !
     Το "παράθυρο" ήταν ακριβώς απέναντι απ' το φούρνο του κυρ-Μήτσου του Πολίτη,ή "Μητροπολίτη" (Μήτρος Πολίτης) όπως τον έλεγε ο στρατηγός ο κυρ-Στέλιος ο Βαμβέτσος !
Εκεί, μοσκοβόλαγε λαγάνα, τυρόπιττα και φρέσκο ψωμί.
Το "παράθυρο" είχε πάντα σφαλιστά τα παντζούρια.
Στο βάθος έμενε ο Φίλιππας ο Καρανήτσος.
Απο πάνω, η Χαρούλα η Λέγκου!Ξανθιά σαν το στάχυ το ζηλευτό στον κάμπο, που 'ναι μονάχο του και μαζεύονται όλα τα ζουζουνάκια και τα μελισσάκια γύρω του.
     Η Χαρούλα ηταν όμορφη.
Το σπίτι της ήταν ψηλό, πολύ ψηλό ! Τριώροφο !
Σαν καστρόπυργος ένα πράμα !
Κι από κάτω, τα παιδιά, σαν πολιορκητές, με κοντά παντελόνια, μπαλωμένες μπλούζες,και στουμπισμένα γόνατα.
       Αυτή η πολιορκία βάσταξε πολλά χρόνια
Το κάστρο δεν έπεσε  ποτέ.... 
///////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////// 
Το σχολείο των παιδιών το 'λεγαν "Τέταρτο" (4ο δημ. σχολείο Ιωαννίνων)!
          Ο Γιώργος ο Ραχόπουλος, έλεγε πως το λένε "Τέταρτο",γιατί ήθελες ένα τέταρτο της ώρας να πας και να γυρίσεις, φορτωμένος βέβαια με τσάντα γιομάτη βιβλία και τετράδια, κι όχι χωρίς τσάντα στον ώμο, που μπορούσες τρέχοντας να πας και να 'ρθεις σε πέντε λεπτά... 
          Ο Χρήστος ο Ματσαλλάς, έλεγε πως το λένε "Τέταρτο", γιατί πρώτο σε αξία ερχόταν το σχολείο στην Ακαδημία, όπου πήγαιναν με κλήρωση μονάχα οι καλοί μαθητές, δεύτερο ερχόταν το Καπλάνειο που πήγαιναν τα πλουσιόπαιδα, τρίτο το Ελισαβέτειο που πήγαιναν τα παιδιά από ανώτερες οικογένειες γιατρών, δικηγόρων και μηχανικών, και μετά τέταρτο ερχόταν το δικό τους το φτωχοσχολειό!
         Ο Στάθης ο Χούνιαρης, έλεγε πως το λένε "Τέτα-ρτο", από την κυρία Τέτα Τσινάβου,τη διευθύντρια του σχολείου!

Ήταν όμορφο το σχολειό τους.
Το 'χε χτίσει με δικά του λεφτά, ένας ευεργέτης που αγάπαγε πολύ την Πατρίδα: ο Βασίλειος Μελάς!
                Είχε μέσα στους τοίχους,τον Καραϊσκάκη απ' τον Πειραιά,τον Κατσαντώνη απ' το Πετροβούνι των Τζουμέρκων,το Μιαούλη απ' την Ύδρα,κι άλλους πολλούς ! Είχε και τον δικό τους γνωστό και γνώριμο:τον ποιητή Διονύσιο Σολωμό απ' τη Ζάκυνθο.Αλλά ο Σολωμος βέβαια,τον περισσότερο καιρό έλειπε: 
Το πρωί, έπινε "γκαζόζα" στο Ζαχαρία, το απόγιομα μέτραγε τον άνεμο , ψηλά στα μαλλιά των αγοριών, την ώρα που 'τρεχαν στο στενό, και το βραδάκι αρμένιζε στα βαθιά μάτια της Βάσως,την ώρα που εκείνη σκέφτονταν το Γιώργο να τρέχει, τον Άγγελο να τραγουδάει, και το Χρήστο να λέει το μάθημα φαρσί στην τάξη.. 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Η αυλή του σχολείου ήταν στρωμένη με άσφαλτο.Ή μάλλον , με κάτι που έμοιαζε με άσφαλτο.
Γιατί, δεν ήταν άσφαλτος.Ήταν γκρίζα θάλασσα ήσυχη κι ανθισμένη,γιομάτη ορθογραφικά λάθη και παιδικά αθώα κι ωραια σφάλματα, κι ας έμοιαζε μ' άσφαλτο!Κυμάτιζε κάθε 45 λεπτά που 'βγαιναν τα παιδιά διάλειμμα.Χτύπαγε το κουδούνι και σηκωνόταν Ζέφυρος μυρωδάτος, ευώδαγε ο τόπος, έτρεχαν τα παιδιά πέρα-δώθε, πάνω-κάτω, σαν άγγελοι με γαλάζιες μαθητικές ποδιές.
Ανέμιζαν μαλλιά κοριτσιών,κοτσίδες πλεγμένες πρωί-πρωί απ' τις γιαγιάδες με ζήλο και μεράκι. 
Το διάλειμμα βάσταγε δέκα λεπτά και μια αιωνιότητα!
Η αυλή ...δεν ήταν αυλή ! Νάρθηκας σ' εκκλησιά τη Μεγάλη Παρασκευή ήταν ! Κι απέναντι, ίδιος Ιούδας, έμενε ο κυρ-Γιάννης ο Συλάς: δυο μέτρα ψηλός, με αγριωπή όψη, αλλά με βαθύ κι υγρό βλέμμα ωστόσο, σαν μόνιμα κλαμένος , και με καρδιά μικρού παιδιού, κι ας ηταν στο επάγγελμα σφαγέας και γδάρτης στα σφαγεία της πόλης!
           Λένε πως κάθε φορά που έσφαζε ένα αρνί,έκλαιγε μετά 10 ώρες συνέχεια, κι έπινε 10 κιλά κρασί για να ξεχάσει!Γι' αυτό, τους έσκιζε με μαχαίρι τις μπάλες, όταν έπεφταν στον κήπο του :γιατί,
 του θύμιζαν τα φουσκωμένα τομάρια των ζώων, μετά που τα 'σφαζε και τα έγδερνε !Έπεφτε η μπάλα μπροστά του, και την πέρναγε για φουσκωμενο τομάρι σφαγμενου αρνιού! Του φαινόταν πως έσταζε  αίμα ο κήπος, δίπλα στα μικρά παιδιά: τους αγγέλους με τα γαλανα ρούχα και τις τσιριχτές φωνουλες, που κλωτσούσαν τη μπάλα σαν τη Γη χωρίς πολέμους και φτωχεια... 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
ΕΝΑΣ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΣ ΦΟΝΙΑΣ (τραγούδι)
Ένας ευαίσθητος φονιάς
ένας δειλός σφαγέας
ο Γιάννης ο κρεμανταλάς
ο γιος της Λευκοθέας

σφάζει με κάμα δίκοπη
κατσίκια στα σφαγεία
και γίνεται η ψυχούλα του
κομμάτια δεκατρία.

Εφτά χιλιάδες έσφαξε
με σύστημα και τάξη,
εφτά χιλιάδες ρούφηξε
κρασιά για να ξεχάσει,
εφτά ποτάμια δάκρυα
έκλαψε και θα κλάψει.

Ένας ευαίσθητος φονιάς
αρνιά κι ερίφια σφάζει,
κι ύστερα κλαίει παράμερα
και λειώνει στο μαράζι!

Ο Γιάννης απ' τα Γιάννενα
με το λεπτό μουστάκι
με το μαχαίρι το βαρύ 
και το βαθύ το μάτι.

Εφτά χιλιάδες έσφαξε
με σύστημα και τάξη,
εφτά χιλιάδες ρούφηξε
κρασιά για να ξεχάσει,
εφτά ποτάμια δάκρυα
έκλαψε και θα κλάψει.  
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
 https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1616977021695353&set=a.139421992784204.26009.100001492111524&type=3&theater
Ο δρόμος κάτω απ' το στενό, ήταν "σαν την Αθήνα"!
Έτσι έλεγε ο κυρ-Βασίλης ο Χούλιαρης, ο πατέρας του Χρήστου και του Στάθη.
"Οδός 21ης Φεβρουαρίου" λεγόταν, αλλά 21 και 121 και 1121 ήταν  τ' άγρια θηρία τα δίτροχα, τα μηχανάκια δηλαδή με τις εξατμίσεις που βόγκαγαν ολημερίς σ' αυτόν το δρόμο:
Τ' απόγιομα, πέρναγαν μηχανάκια με φαντάρους, να πάνε στο στρατόπεδο στον Ακραίο .
Τη νύχτα, μηχανάκια με ερωτευμένους που πήγαιναν στις αραββωνιαστικές τους.
Το πρωί, μηχανάκια με εργάτες που πήγαιναν για το μεροκαματο.
Όλοι ετούτοι έτρεχαν γρήγορα, πολύ γρήγορα σ' αυτόν το δρόμο..
Κάμποσοι,πολύ άτυχοι, την ώρα που έτρεχαν με το μηχανάκι τους,απογειώνονταν,έφευγαν ξαφνικά απ' τον κόσμο το γήινο,τους έκλαιγε η μάνα τους κι οι φιλοι τους, πήγαιναν στον Παράδεισο και γίνονταν άγγελοι με μηχανάκια !
Άγγελοι όλοι τους: οι φανταροι, γιατί ήταν μονάχοι σε ξένον τόπο, οι ερωτευμένοι γιατί αγάπησαν βαθιά, κι οι εργάτες γιατί ήταν φτωχοί.
Έτσι ο δρόμος έμοιαζε με αεροδρόμιο για τον  παράδεισο .
Είχε κι ένα περίπτερο στην αρχή του διαδρόμου απογείωσης.
Το περίπτερο το 'χε ο κυρ-Σπύρος ο Μπούσης
Αυτος είχε ταξιδεμένο πάντα βλέμμα, γιατί αποπάνω απ' το περίπτερο, στο Τζαμί, είχαν τη φωλιά οι πελαργοί που έφταναν εκεί απ' την Αφρική, ύστερα από μακρύ ταξίδι, για νά 'ρθουν να ξεκαλοκαιριάσουν εκεί στο Τζαμί ψηλά, δίπλα απ' τα σύννεφα και τους αγγέλους με τα μηχανάκια.. 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ (τραγούδι)
Οι άγγελοι με τα φτερά
και με τα μηχανάκια,
έχουν αδέρφια τα πουλιά,
φίλους τα συννεφακια.

Στον ουρανό μαρσάρουνε
στ' άστρα πατάνε γκάζι
βγάζει καπνό η εξάτμιση
κι ο ήλιος σκοτεινιάζει.

Οι άγγελοι με τα φτερά
και τις βαριές Yamaha,
στέλνουν στη μάνα τους γραφή
πως θα γυρίσουν τάχα.

Στον ουρανό μαρσάρουνε,
στ' άστρα γκάζι πατάνε,
ξεχνιούνται στον Παράδεισο,
κι οι μάνες καρτεράνε. 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Απ' το Μάη και μετά, που το στενό έβραζε κάτω απ' τον ήλιο και τη Γιαννιωτικη υγρασία,τα παιδιά πήγαιναν να παίξουν στο "Δασάκι".
Έτσι το 'λεγαν : το "Δασάκι" !!!!
Το μικρό δάσος !Παντού πεύκα, άλλα ολόισια και καμαρωτά σαν το Χρήστο τον Ευθυχιάδη όταν έλεγε το ποίημα στη γιορτή του ΟΧΙ, κι άλλα καμπουριαστά σαν την κυρα-Κατέρω τη νοσοκόμα της γειτονιάς όταν έσκυβε να κάνει εντριβές μ' οινόπνευμα στους πλευριτωμένους γέρους .Πεύκα γιομάτα δεκαοχτούρες, σπουργίτια,και κάμπιες άμα έμπαινε η άνοιξη !Δηλαδή,πάντα, γιατί εκεί είχε κράτος κι εξουσία συνέχεια η άνοιξη !
Γύρω χειμώνιαζε,παρακάτω έβρεχε,δίπλα φύσαγε βοριάς και χιόνιζε,αλλά μες στο "Δασάκι" ήταν πάντα άνοιξη κι Απριλομάης !
            Ανάσταση συνέχεια σήμαιναν εκεί μέσα οι καμπανίτσες στις φωλιές των μερακλωμένων σπίνων. Έβαινε ψηλά σε μια πευκοκορφή ο Χριστός με μια μπάλα, την αμόλαγε στο μικρό γηπεδάκι, σφύραγε την έναρξη του ματς, "-Ντριπλάρετε αλλήλους!" φώναζε, κι εμείς σαν τους δώδεκα και τους είκοσι αγίους Αποστόλους, ανάμεσα στους αδέσποτους σκύλους και στα βατσούνια,ξεχυνόμασταν να μάθουμε στους θεατές που μας κοίταζαν με ζήλεια απ' τον τοίχο, τον Ιερό Λόγο του Πελέ, τις Γραφες του Δομάζου, και το Ευαγγέλιο του Αλβαρέζ και του Κοντογιωργάκη!

      Το "Δασάκι" ,για 'μάς τα παιδιά,έμοιαζε με 
  μια τεράστια ανθισμένη μπάλα , που άμα την κλωτσάγαμε ,ακούγαμε θαρρείς  την Εβδόμη Συμφωνία του Μπετόβεν, κι άμα  την πιάναμε με τα χέρια , μας έρχονταν να τη φιλήσουμε και να πούμε  "-Τι όμορφη κι απαλή που είσαι, αδερφούλα μου !" Κι ας μην είχαμε κανείς μας,αδερφή.. Τη μπάλα ,νιώθαμε αδερφή μας!
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
  ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ  ΑΛΒΑΡΕΖ (τραγούδι)
Εμείς, από μικρά παιδιά,
μάθαμε στο "Δασάκι"               
το ευαγγέλιο του Αλβαρέζ
 και του Κοντογιωργάκη.  

Εκεί στα πεύκα, ανάμεσα
στις γάτες και στους σκύλους,
ο Ναζωραίος φώναζε :
"-Ντριπλάρετε αλλήλους,


ντριπλάρετε αλλήλους,
γνωστούς κι εχθρούς και φίλους,
μια ντρίπλα είναι η ζωή,
ένα βολέ στο γάμα,
ένα ματσάκι στη βροχή
στου κόσμου την αλάνα!"

Απ' όλα τα Ευαγγέλια,
το 'λεγα και το λέω,
το Ευαγγέλιο τ' Αλβαρέζ
ήταν το πιο ωραίο.  

Εκεί στα πεύκα, ανάμεσα
στις γάτες και στους σκύλους,
ο Ναζωραίος έψελνε
"-Nτριπλάρετε αλλήλους,


ντριπλάρετε αλλήλους,
γνωστούς κι εχθρούς και φίλους,
μια ντρίπλα είναι η ζωή,
ένα βολέ στο γάμα,
ένα ματσάκι στη βροχή
στου κόσμου την αλάνα ! " 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Ο Κωστάκης ο Μπαρκιάννης, απ' τους Καλαρρύτες, ο θείος του Δημήτρη, ήταν συνταξιούχος οδηγος λεωφορείου.
Από μικρο παιδι, περπάταγε ψηλά σ' ένα τεντωμένο σκοινί, που απλωνόταν πάνω απ' τους Καλαρρύτες κι έφτανε ως την Καλούτσιανη στα Γιάννενα
Ήταν ψηλός και λιανός, ήταν μια βέργα  που λύγιζε εύκολα, γι' αυτό φρόντιζε ο Κωστάκης να ρίχνει συνεχεια κρασί στον βλαστό του τον ευαίσθητο,για ν' αντρειεύει και ν' αντέχει τα φυσήματα του αγερα και της μοίρας.
Έπινε πολύ ο Κωστάκης !
Λένε πως ένα βράδυ, ήπιε όλο το κρασι που 'χε ο Λάζος στο καφενειο του, και πήγαν και ξύπνησαν τον Αυδή με τα κρασιά,12 η ώρα τη νύχτα, να πάρουν 20 νταμιζάνες κρασί, να πιει ο Κωστάκης και ν' αντέξει, που πόναγε πολυ η ψυχή του εκείνο το βράδυ!
Λένε ακόμα πως είχε Άγιο, γι' αυτό ζούσε ακόμα, τόσες φορες που 'χε πέσει κι είχε τσακιστεί τις νύχτες στο δρόμο πιωμενος!
Το πρόσωπό του είχε σημάδια απ' τις πληγές που απόχτησε πέφτοντας τις νύχτες!...Σαν το Χριστό στο Σταυρό!.
Έμοιαζε πολύ με το Χριστό, κι ας είχε ένα λεπτό μουστακάκι, που άμα έπεφτε, βάφονταν κόκκινο σαν το αίμα του Εσταυρωμένου, και σαν το αίμα των σφαγμένων αμνών του Γιάνη του Σελλά!
Ήταν κι ευγενικός ο Κωστάκης !
"...Οι άντρες οι ευγενικοί
πίνουν ποταμια από κρασί.."
Έτσι έλεγε..                                
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΚΟΥ ΑΝΤΡΑ (τραγούδι)
Οι άντρες οι ευγενικοί
που 'χουνε βλέμμα αθώο
ήπιαν ποτάμια από κρασί
ήπιανε τον Αώο
ήπιανε και τον Άραχθο
κι έχουνε βήμα ατάραχο.

Οι άντρες οι μοναχικοί
που 'χουν φτερά στην πλάτη
ήπιαν ποτάμια από κρασί
ήπιανε τον Ευφράτη,
ήπιαν και το Μισισιπή
και ζούνε πάντα μοναχοί.

Οι άντρες οι ευαίσθητοι
που 'ναι ωραίοι σ' όλα
ήπαν ποτάμια από κρασί
ήπιαν όλο το Βόλγα,
ήπιανε και το Σηκουάνα,
κι από παιδιά, τούς κλαίει μια μάνα. 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Απέναντι απ' το παντοπωλείο του Ζαχαρία, έμενε η κυρα-Κατέρω.
Η κυρα-Κατέρω στα νιάτα της ήταν νοσοκόμα.
Ήταν κι όμορφη..Πολύ όμορφη.
Πέρναγε, πιωμενος τις νύχτες, ο Κωστάκης ο Μπαργιάννης, ο θείος του Δημήτρη , στεκονταν κάτω απ' το παράθυρό της, και της έλεγε τραγουδιστά, με νάζι :
-Τι έχεις, κυρα-Κατέρω,
πές το μου για να ξέρω.
Νταλκάς φωλιάζει κι έρως
στα στήθια της Κατέρως ;"
    Η κυρα-Κατερω, άκουγε απ' τον οντά της, χαίρονταν, πλάνταζε, άνθιζε,γινόταν κοπελούδα 18 χρονών, κατεβαινε, γλυκοκοίταζε,μισανοίγοντας το παράθυρο, τον Κωστάκη τον Μπαργιάννη τον 65χρονο συνταξιούχο αυτοκινητιστή, ο Κωστάκης γινόταν 20 χρονών παλληκαράκι, το στενό βάφονταν με το κόκκινο του έρωτα, ο κυρ-Διονύσης ο Σολωμός πήγαινε κάθονταν στο "παράθυρο" κάτω απ' το πυργόσπιτο της Χαρούλας, και τραγούδαγε την Ξανθούλα :
-Την είδα την ξανθούλα
την είδα ψες αργά ..
Έβγαινε ο ήλιος στο στενό, 3 η ωρα τη νύχτα, οι κοπέλες της γειτονιάς ένιωθαν ενα μυστικό αγκάθισμα στα βλέφαρα.
Μικρές και μεγάλες.
Και τ' αγόρια το ίδιο...
Κι ολουνών τα όνειρα, βάφονταν κι αυτά με το χρώμα που 'χε πάρει το στενό : το κόκκινο του Έρωτα!                   
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (τραγούδι)
Mε στίχους και γλυκό κρασί
πηγαίνει ο ποιητής,
με τη συμπόνοια του ουρανού
τ' αδέσποτα της Γης,
με της καρδιάς τα κρόταλα
ο πρωτοχορευτής   

κι εγώ με χίλια χρώματα
της μάνας μου της Φύσης
με το γλαυκό του πέλαγου
με το μαβί της Δύσης
το μαύρο του Αχέροντα
το κόκκινο του Έρωτα.  
 ...................................
Με μπάντες και παράσημα
πηγαίνει ο στρατηγός,
με το δροσάτο Ζέφυρο
ο σπούργος κι ο λαγός,
με τ' άστρο ο πετροτζίτζηκας
με τ' άστρο ο μοναχός  

κι εγώ με χίλια χρώματα
της μάνας μου της Φύσης
με το γλαυκό του πέλαγου
με το μαβί της Δύσης
το μαύρο του Αχέροντα
το κόκκινο του Έρωτα.
 /////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Το σπίτι της κυρα-Ρίτας και του κυρ-Αλέκου του Ρακόπουλου, του πατερα του Γιώργου και του Κώστα, ήταν ένα ολόφωτο αλώνι, όπου τρέχαμε αλαφιασμένοι ολημερίς, λεύτεροι κι ανάλαφροι σαν τα ελάφια, στην αυλή, στο σαλόνι, πλάι στην τηλεόραση, δίπλα στον κυρ-Αλέκο,πριν πλαγιάσει στον ψηλό καναπέ, πίνοντας γλυκιά μαλαματίνα.
           Το σπίτι του κυρ-Αλέκου, ήταν λαϊκό, παναπεί έμπαινε ελεύθερα όλος ο λαός της γειτονιάς, να παρακολουθήσει τηλεόραση, που ήταν τότε η μοναδική σ' όλο το στενό.
Άγγελοι δίπλα στην τηλεόραση εμείς όλα τα κουτσούβελα,το γυαλί της οθόνης έλαμπε,μας τύφλωνε σαν λαμπάδα  στ' άσπιλο χιόνι, λαμπάδα που έλειωνε στη λαχτάρα μας, την ώρα που ζούσαμε ζωή  σαν ψέμα αληθινή.

           Τόσα "λάμδα" που 'χε αυτό το σπίτι, τις νύχτες γινόταν λίμνη, έλαμναν μέσα της ολονυχτίς στο ύπνο τους τα παιδιά της γειτονιάς: λυτρωμένα κι αληθινά σαν το κελαρυστό γλυκό νεράκι των πηγών πάνω στις πλαγιές των ψηλών βουνών. 
//////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΑ ΛΑΜΔΑ  (τραγούδι)    
       Έλαμπε στην καλοκαιριά
το σπίτι με τα "λάμδα",
σαν το ελάφι στα βουνά
σαν πλοίο στη λιακάδα,

στου ήλιου, κλωστούλα ολόφωτη,
τ' ολόχρυσο βελόνι,
αυγούλα να κεντάει λαμπρή
και Πλάση ψηλό αλώνι.

Πουλιά στην τηλεόραση,
αγγέλοι στο σαλόνι,
ζωή σαν ψέμα αληθινη
λαμπάδα μες στο χιόνι
να λειώνει στη λαχτάρα μας
να λάμπει να τυφλώνει.

 Γλυκό νεράκι στις πλαγιές
το σπίτι με τα "λάμδα", 
λεύτερες λαϊκές ψυχές
λαμπρή παλιά μου Ελλάδα.

Η λίμνη μέλι στάλαζε
μελτέμια και κλαρίνα,
κι ο κυρ-Αλέκος στο γυαλί
γλυκιά μαλαματίνα.

Πουλιά στην τηλεόραση
αγγέλοι στο σαλόνι
ζωή σαν ψέμα αληθινή
λαμπάδα μες στο χιόνι
να λειώνει στη λαχτάρα μας
να λάμπει να τυφλώνει. 
///////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////// 
Ο Κώστας, ο μεγάλος αδερφός του Άγγελου του Παναγεωργίου, έμοιαζε με το Διονύσιο Σολωμό, στη θωριά, στο αίμα, και στον ίσκιο τον ελαφρύ.
             Πήγαινε ο κυρ-Διονύσσης το βράδυ, χτυπούσε την πόρτα, άνοιγε ο Κώστας, και κάθονταν και τα 'λεγαν ως το χάραμα.
             Έπιναν οι δυο τους, κρυφά, μισό μουκάλι βερμούτ.
Μιλούσαν Ιταλικά,ο Κώστας είχε σπουδάσει στην Ιταλία,το ίδιο  κι ο Σολωμός.

         Μια κλαίουσα,που χαμήλωνε τα φύλα της ως το παράθυρο, είδε μια νύχτα τον κυρ-Διονύσση,
να βγάζει απ' τις τσέπες του φράκου του 63 άστρα, όσα και τα χρόνια που εζησε ο Κώστας.
Το ένα το 'βαλε στα μαλλιά του Κώστα, το άλλο στο ταβάνι να φέγγει εφτά  ζωες, και τ' άλλα έγιναν μαύρα πουλιά και φτερούγισαν άλλα ψηλά στον ουρανό, κι άλλα βαθιά στους ασβεστωμένους άσπρους τοίχους του σπιτιού, να πετάνε τις νύχτες να φέρνουν ποιήματα στον Κώστα, που τα 'χε μεγάλη ανάγκη, και τα χρειάζονταν σαν το ψωμί και το νερό, γιατί ήταν μονάχος, πιο μόνος κι απ' τον άνεμο και το κύμα, κι ας ζούσε με μάνα, πατέρα και δυο αδέρφια μαζί στο ίδιο σπίτι....
 ///////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////// 
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΜΟΝΑΧΟΣ (τραγούδι)

Ο άνθρωπος ο μοναχός
ο που δεν αγαπιέται,
γιοφύρι είναι αδιάβατο
στρατί που δεν πατιέται,
είναι και ποίημα αδιάβαστο
στις λάσπες που πετιέται.

Καμιά φορά η μανούλα του
που του τηλεφωναει,
ακουει τη φωνούλα του
αλλά δεν του μιλάει

για να νομίζει ο φτωχός
πως είναι από την άλλη
ένας του έρωτας παλιός
 μια αγάπη του μεγάλη

Ο άνθρωπος ο μοναχός
ο που δεν αγαπιέται,
στον ύπνο του είναι κυνηγος
στον ξύπνο του ελάφι,
κι όταν σημαίνει Εσπερινός,
ποίημα του Καρυωτάκη.

Καμιά φορά η μανούλα του
που του κ.λ κ.λ

Ο άνθρωπος ο μοναχός
ειναι ποιητής και ποιήμα,
τη νύχτα είναι ο Σολωμός,
του ασώτου μαύρο ντύμα,
και την αυγούλα με το φως
του Άκη Πάνου ρίμα.

Καμιά φορά η μανούλα του
  κ.λ κ.λ
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Στο χάνι του Ντούλια στη μεση του στενού, έμενε ο μπαρμπα-Θόδωρος ο Καπρίτσας, Τζουμερκιώτης παλιός μάστορας, βασανισμένος κι άγιος.
     Τα παιδιά τον πείραζαν , έτσι απονήρευτος και καλοκάγαθος που ήταν. 
Καμιά φορά το παρατραβούσαν.
Τον περιγελούσαν , όπως οι Ιουδαιοι τον Ναζωραίο στο δρόμο για το μεγάλο μαρτύριο.
Όμως, ο μπαρμπα-Θόδωρος ο Καπρίτσας δεν τα μάλωνε.
Τ' αγάπαγε τα παιδιά.
Μπορεί και να 'ταν ο ίδιος ο Ναζωραίος, έτσι που άστραφτε ανθρωπιά, ειρήνη, γαλήνη κι ομορφιά, τ' αγαθό, χωριάτικο, άκακο βλέμμα του.
          Έμοιαζε με ακακία στην πλατεία του χωριού που την πετροβολάνε τα παιδιά, κι όσο την πετροβολάνε και τη γιομίζουν πληγές και γδαρσίματα τα λιθάρια, τόσο αυτή ανθίζει κι ευωδάει. 

         Έτσι άνθιζε κι ευώδαγε ο μπαρμπα-Θόδωρος, ο ένα κι εξήντα γεροντάκος απ' το Μιχαλίτσι των Τζουμέρκων, την ώρα που διάβαινε το στενό.
Ο μπαρμπα-Θόδωρος, ο παλιός ο μάστορας, ο βασανισμένος κι άγιος σαν πέτρινο εικόνισμα που το δέρνει τ' ανεμοβρόχι νυχτόημερα ψηλά στην Πίνδο... 
///////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////// 
  ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΑΠ' ΤΟ ΜΙΧΑΛΙΤΣΙ,ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ (τραγούδι)
Βασανισμένος κι άγιος         Βασανισμένος κι έρημος
σαν έρημος προφήτης,          άγιος και μυροβλήτης
μονάχος σαν τον άνεμο
κι αθώος σαν σπουργίτης, 

γκιζέραγε στα Γιάννενα
-λαμπάδα σε ξωκλήσι-    σαν άγιος σε ξωκλήσι
ο μαστρο-μπαρμπα-Θόδωρας
από το Μιχαλίτσι.

Βασανισμένος κι  άγιος
τρελός και μοναχός του
αυτός κι η καταφρόνια του
ο ίσκιος του κι ο αχός του!
Θεέ μου, Θεέ των ταπεινών,
κρασί κι αγάπη δώσ' του.

Βασανισμένος κι αγιος ,
για ένα παλιό του κρίμα,
μια μέρα τον δικάσανε
να περπατά στο κύμα:

Ξεκίναγε απ' το "Δώδεκα"
χαράματα στις έξι,
κι έβγαινε αντίκρυ στο Νησί
πόδι χωρίς να βρέξει.

Βασανισμένος κι  άγιος
τρελός και μοναχός του
αυτός κι η καταφρόνια του
ο ίσκιος του κι ο αχός του!
Θεέ μου, Θεέ των ταπεινών,
ό,τι σού γνέψει  δώσ' του.

 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
 Ο Σωτηρης ο Ζανίγκας, ο  αδερφός της Βασως, ήταν απ' τα μεγαλύτερα παιδιά στο στενό.
Έφηβοι τότε, αυτός, ο Κώστας ο Παναγεωργίου ο αδερφος του Άγγελου, κι ο Γιάννης ο Ντάσης...
Ήταν ψηλός σαν το βουνό, 
κι όμορφος σαν τον ήλιο,
έβγαινε νύχτα στο στενό               
και δεν κουνιόταν φύλλο...
              Ήταν κι άτυχος σαν τ' αηδόνι που βγαίνει λιόχαρο να κελαηδήσει την αυγή, και πέφτει πάνω στο γεράκι, σαν να μην είχε στράτα να διαβεί άλλη! 
              Ήταν 20 χρονων, 15 Ιουνίου, 10 το βράδυ, 5 μέτρα μπροστά απ' τους φίλους του στο δρόμο. Τ' αμάξι δεν πρόλαβε να φρενάρει.
Ο Σωτήρης υψώθηκε άγγελος.
Ήταν ο πρώτος άγγελος στο στενό.
Ο δεύτερος ήταν ο Χρήστος.
Άγγελοι καλοκαιρινοί κι οι δυο.
Μες στη ζέστη και στη βράση της ζωής.
Στις κηδείες και των δυο, το στενό έγινε ένα ποτάμι από ιδρώτα και δάκρυα.Οι παπάδες με τις στρογγυλές κοιλιές,τα μαύρα χοντρά ράσα και τα χρυσά βαριά άμφια, δεν άντεξαν τόση ζέστη και δάκρυ.Έφυγαν και στη θέση τους έψαλαν τ' αηδόνια κι οι τζίτζηκες κι οι φίλοι με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα...
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Η Άννα, διάβαινε συνήθως πάνω απ' το στενό !Διάβαινε δηλαδή
 απ' την οδό Αιακιδών.
Βάσταγε  μια μπορντώ ομπρέλλα, πάντα ανοιχτή, χειμώνα-καλοκαίρι, μέρα-νύχτα, φόραγε ένα ριγέ φουστάνι, ένα τριμμένο παλτό, κι ένα μπλε ψαθί στο κεφάλι, μ' ήλιο και με βροχή, μέρα-νύχτα..
Φόραγε και μια μελαγχολία βαριά στο πρόσωπο, τόσο βαριά που βούλιαζε η Άννα στο δρομο που διάβαινε, βούλιαζε στην άσφαλτο, βούλιαζε ως το μέτωπο, πνιγόταν, κούναγε το κορμι της τ' άσαρκο γιομάτη απόγνωση, χτύπαγε τα χέρια όλο απελπισιά, έβγαινε πάνω, ανάσαινε, ξαναβούλιαζε, ο κόσμος την έβλεπε, χέρι δεν απλώνονταν να βοηθήσει, χρόνια ολάκερα διάβαινε η Άννα στην Αιακιδών, κι ο κόσμος την κοίταζε ατάραχος, χέρι δεν απλώθηκε ποτέ, η Άννα βούλιαζε-αναδύονταν, σταυρώνονταν-ανασταίνονταν, επεφτε-σηκωνονταν, κανεις δε ζύγωνε, ένα αηδόνι μονάχα φτερουγιζε κάτω απ' το μπλε ψαθί της κι έσταζε ένα μαύρο του δάκρυ να δροσίσει το χειλάκι της Άννας, το σκασμένο απ' το λίβα της αδιαφορίας και της απανθρωπιάς που φύσαγε πίσω απ' τα σφαλιστά παραθυρόφυλλα των καλότυχων νοικοκυραίων της Αιακιδών.. 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
 Η ΑΝΝΑ ΠΟΥ ΒΟΥΛΙΑΖΕ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ (τραγούδι)
Η Αννα με το ψαθί το μπλε
και την ομπρέλλα τη μπορντώ,
με το φουστάνι το ριγέ
και το τριμμένο το παλτό,
τα σφάλματά της μέτραγε
και βούλιαζε στην άσφαλτο

Δεν φταις εσύ, δεν φταις εσύ,
Άννα δεν φταις σε τίποτα,
λαχείο είναι η ζωή 
κι έχει φαρμάκια ανείπωτα.
      Δεν φταις εσύ, δεν φταις εσύ,
      ποτέ δεν φταίνε οι τρελοί,
      φταίνε οι πολλοί κι οι γνωστικοί,
      Άννα, δεν φταις, δεν φταις εσύ !

Η Άννα ηταν από χωριό
κι από βουνό αδιάβατο,
μονάχη κι έρμη πέρναγε           
με βήμα αργό και άστατο,        
τα σφάλματά της μέτραγε
και βούλιαζε στην άσφαλτο.

Δεν φταις εσύ, δεν φταις εσύ,
Άννα δεν φταις σε τίποτα,
λαχείο είναι η ζωή 
κι έχει φαρμάκια ανείπωτα.
      Δεν φταις εσύ, δεν φταις εσύ,
      ποτέ δεν φταίνε οι τρελοί,
      φταίνε οι πολλοί κι οι γνωστικοί,
      Άννα, δεν φταις, δεν φταις εσύ ! 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Τα χρόνια διάβηκαν στο στενό!
Τα παιδιά, καμπόσα μεγάλωσαν, καμπόσα εμειναν παιδιά.
Ο άνεμος ήξερε, ποιος και τι, καθώς κι ο ποιητής ο Διονύσσιος Σολωμός που στεκοναν ακόμα πάνω απ' το στενό που 'χε τ' όνομά του ! 
Ο Γιώργος ο Ραχόπουλος έγινε γυμναστής.
Το ίδιο κι ο αδερφός του.
Ο Δημητρης ο Μπαρκιάννης, λογιστής.
Ο Χρήστος ο Χούνιαρης, πολιτικός μηχανικός , και μετά άγγελος στα 39 του.
Ο αδερφος του ο Σταθης, μουσικός.
Ο Άγγελος ο Παναγεωργίου, δάσκαλος.
Η Βάσω η Ζανίγκα, νοικοκυρά.
Η Μαρούλα η Ζήχου, νοσηλεύτρια.
Ο Χρήστος ο Ματσαλλάς, φυσικοθραπευτής.
Ο Φίλιππας ο Καρανήτσος , δημοσιογράφος.
Το στενό γιόμισε πολυκατοικίες.
Το σχολείο το "Τέταρτο", μα μέρα πήρε φωτιά, μισοκάηκε,το ξανάφτιαξαν, μα ήταν πια άλλο σχολειο,έτσι που το 'ζωσαν πενταώροφες πολυκατοικίες ολόγυρα.
Το "Δασάκι" έγινε παιδικός σταθμός, χάθηκε το γηπεδάκι με την άνοιξη την παντοτινή και την ανέσπερη, και με το Χριστό με τη μπάλα στο πεύκο ψηλά.
Η οδός 21ης Φεβρουαρίου ερήμωσε,τα μαγαζιά της έκλεισαν.
Η κυρα-Κατέρω, ο Ζαχαριας ο παντοπώλης, ο κυρ-Γιάννης ο Συλάς, ο μπαρμπα-Θόδωρος ο Καπρίτσας κι η Άννα, έγιναν σύννεφα πάνω απ' το στενό, να στάζουν οινόπνευμα για εντριβές, "γκαζόζες", αιμα αμνών, και δάκρυα μοναξιάς κι απογνωσης.Ανθρώπινα πράματα δηλαδή, αληθινά σαν τις ζωές των ανθρώπων που πέρασαν απ' εκεί.... 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Μια νύχτα ,πέρασα απ' το στενό, μετά από χρόνια...
Στάθηκα απόξω απ' το σπίτι μου:  Διονυσίου Σολωμού 39 ...
Σαν ξένος ζύγωσα, σαν πεντάξενος έκατσα κι ακούμπησα στην παλιά εξώπορτα.
Όσο που να χτυπήσει 10 φορές η καρδιά μου, νάσου μπροστά μου ο ποιητής ο Διονύσσιος Σολωμός !
-Ποιος είσαι, ξένε; με ρώτησε !
-Ο Άγγελος -του αποκρίθηκα- ο μικραδερφός του φίλου σου του Κώστα!
-Δεν σε πιστεύω, -είπε- δώσ' μου ένα σημαδι ! 

-Το ποίημα θέλει πιώμα αψύ, φως και νερό τα δέντρα,
κι ο Κώστας ήθελε άνθρωπο, παρέα και κουβέντα,
αργά το βράδυ ερχόσουνα σαν το πουλί στο σπίτι,
κάτω απ' το φως του φεγγαριού και του Αποσπερίτη,
μια νύχτα σ' είδε η κλαίουσα που τέντωσες τα χέρια
και γιόμισες την κάμαρη μ' εξήντα τρία αστέρια,
τ' αστερια γίναν' ποιήματα, γίναν' φεγγάρια κι ήλιοι,
και φέγγουν πάνω απ' το στενό σαν τ' άσβηστο καντήλι ! 

-Φτάνει ! -μ' έκοψε ο ποιητής- τράβα βρες και τους άλλους και φέρ' τους εδώ, τωρα !
-Σαράντα χρόνια τούς ψάχνω -του είπα- το Σπύρο βρήκα μόνο,τον αδερφό της Μαρούλας,έξω απ' το σπίτι του στο έμπα του στενού!
Ο Σπύρος ,που είχε 70 περιστέρια στην ταράτσα του σπιτιού του, μας άκουσε,ζύγωσε, κι άμα σφύριξε κατά την ταράτσα ,γιόμισε το στενό περιστέρια, άσπρα όλα σαν των παιδιών την ψυχή,το φτεροκόπι τους σήκωσε όμορφη αντράλα, βγηκε ο κόσμος στα μπαλκόνια,κοίταγε ψηλά τα περιστέρια!
Τα περιστέρια,κοίταγαν κάτω,με τα μάτια τους τα γυάλινα και τα μελαγχολικά,τον κόσμο τον άπονο το σιδερένιο τον κατάμαυρο.... 
 ΠΟΥ 'ΝΑΙ Η "ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ" ;(τραγούδι)
Εβδομήντα περιστέρια 
πάνω από τα Γιάννενα 
με κατάλευκες φτερούγες 
και ματάκια γυάλινα,  

μελαγχολικά κοιτούσαν  
με βαρύ παράπονο
τον ντουνιά τον σιδερένιο 
τον ντουνιά τον άπονο:  

-Πού 'ναι τα σαράντα χάνια 
και τα δώδεκα  τζαμιά ;
Bρε δεν είν' ετούτη η πόλη 
του Γιοσέφ του Ελιγιά! 
Πάμε,πάμε, αδερφάκια, 
στη μεγάλη ερημιά...  

Τα φτεράκια τους χτυπούσαν 
στο Τζαμί το Φετιχέ, 
 αίμα γιόμιζε το Κάστρο
και το Γυαλι-καφενέ :

-Πού 'ν' ο Σιούλας ο ταμπάκος, 
πού 'ν' ο Λούσιας κι όλοι αυτοί;
Πού 'ναι  η "μικρή μας πόλη" 
του Δημήτρη του Χατζή; 
Πάμε, πάμε, αδερφάκια, 
στη μεγάλη τη σιωπή.
  
 Τα 70 περιστέρια, άμα έκαναν καμπόσους κύκλους πάνω απ' τα Γιάννενα, χαμήλωσαν κι έκατσαν στην αυλόπορτα του Στάθη του Βαμβέτσου,αποκαμωμένα να γουργουρίζουνε ,και ν' ακούγεται αυτό τους το γουργούρισμα σαν τραγούδι λυπητερό, 
που το τραγουδήσαμε όλοι  μαζί,κι οι 73:
τα 70 τα περιστέρια του Σπύρου, 
ο Αγιος Διονύσσιος Σολωμός ο Ζακύνθιος ποιητής,
ο Σπύρος ο αδερφός της Μαρούλας,
κι εγώ...
Το στενό ήταν ποτάμι μες στη νύχτα, κι εμείς οι εβδομήντα τρεις, τρελά πουλιά στις όχθες του, που τραγουδούσαμε γι' αυτούς που φύγαν' ....

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΦΥΓΑΝ'  (τραγούδι)
Που να 'ναι αυτοί που λείπουνε,
που να 'ναι αυτοί που φύγαν' ;
Μνήμη κι αγέρας κι όνειρο
κι αχός του ανέμου γίναν' :

Χρήστο, Σωτηρη, Στέλιο, Ουρανία,
Γιώργο, Αλεκο, Ντίνα, Ευτυχία,
Κώστα, Αριάδνη, Σωτήρη, Ζαχαρία,
Ρίτα, Αλέκο, Λάζαρε, Μαρίνα,
Γιάννη, Αθηνά, Δημήτρη, Κατερίνα.....

Ό,τι περνάει χάνεται,
ό,τι γεννιέται φεύγει,
κι ό,τι αστράφτει καίγεται
κι υψώνεται και φέγγει :

Χρήστο, Σωτηρη, Στέλιο, Ουρανία,
Γιώργο, Αλεκο, Ντίνα, Ευτυχία,
Κώστα, Αριάδνη, Σωτήρη, Ζαχαρία,
Ρίτα, Αλέκο, Λάζαρε, Μαρίνα,
Γιάννη, Αθηνά, Δημήτρη, Κατερίνα.....          
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Το τραγούδι , πλημμύρισε το στενό και ζύγωσε στους τοίχους να τρυπώσει μες στα σπίτια, όπως έκανε  παλιά το τραγούδι των αηδονιών,των γρύλλων και των παιδιών ! 
      Του κάκου όμως ! Τα σπίτια όλα είχαν γκρεμιστεί τώρα, και στη θέση τους είχαν υψωθεί πολυκατοικίες με χοντρούς τοίχους από τσιμέντο και σίδερα ! 
Πάλευε το καημενο το τραγούδι να χωθεί μέσα,σαν το σπουργίτι που χτυπάει με το ράμφος του το τζάμι, να τ' ανοίξουν μες στη βαρυχειμωνιά! 
Μα ούτε τ' άκουγε, ούτε το 'νιωθε κανείς ! 
-Κάτσε -ψιθύρισε το τραγούδι- να ξημερώσει, να χωθώ στα μαλλιά και στις τσέπες των παιδιών που θα κατεβούν να παίξουν στο στενό! 
Του κάκου, πάλι όμως !Ξημέρωσε, τα παιδιά άφαντα ! Για λίγα δευτερόλεπτα, κατεβαιναν στις πυλωτές των πολυκατοικιών, έμπαιναν στ' αμάξια των γονιών τους, που τα πήγαιναν στο σχολείο, και γύρναγαν το μεσημέρι !Ξανάφευγαν για Αγγλικά το απόγιομα, μετά για τένις, ύστερα για πιάνο !Πάντα μέσα σ' ένα αμάξι ! 
        Το βραδάκι, κάθονταν σκυφτά μπροστά σ' εναν υπολογιστή,κούναγαν πυρετωδώς τα δάχτυλά τους πάνω σ' ένα μαύρο πληκτρολόγιο, αλλά κορμι και πόδια δεν κούναγαν ! Τα περισσότερα είχαν κοιλίτσα, κι ένα μαύρο σύννεφο στα μάτια τους, που απλωνόταν απ' τον πεμπτο ως τον πρώτο όροφο, κι έβρεχε  αριθμούς, ήχους μηχανικούς από κομπιούτερ, και πληροφορίες, πολλές πληροφορίες που βάραιναν το μυαλό την ψυχή και το κορμί, σαν σίδερα βαριά κι άχρηστα, τοσο άχρηστα που μήτε οι σιδεράδες κι οι παλιατζήδες θα γύρναγαν να τα κοιτάξουν ! 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////   
ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΣΤΙΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΕΣ (τραγούδι)             
Τα σκοτεινά τα σύνεφα
στις πολυκατοικίες,
στάζουνε χιόνια και βροχές,
καθημερνές κι αργίες.

Πας στο χωριό σου χαίρεσαι,
λιόχαρη η Πλάση ανθίζει, 
γυρνάς στον τεταρτο όροφο
βρέχει, φυσάει, χιονίζει !

Ήλιε με τα μαλάματα,
στις τάξεις τις αρχέγονες
πότε θα κάτσουν, γράμματα
να μάθουν οι αρχιτέκτονες,
          άνθρωπο πάνω σ' άνθρωπο
         ποτέ να μη στιβάζουν,
         σε τσιμεντένια φέρετρα
         τον κόσμο να μη βάζουν !

Τα σκοτεινά τα σύννεφα
στις πολυκατοικίες,
τα φκιάσανε φιλάργυροι
στυγνοι εγκληματίες.

Βγαίνεις απ' το τριάρι σου
κι αντί ν' αγγίξεις χώμα,
πατάς μπετό κι είσαι νεκρός
απ' τα εφτά σου ακόμα!
///////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Ο Διονύσιος Σολωμός κοίταζε απορημένος.
Μια λύπη τού σκοτείνιαζε το πρόσωπο και το κορμί πάνω ως κάτω, τόσο πολύ, που έμοιαζε ο ποιητής με νύχτα ορθάτη που φόραγε ημίψηλο καπέλο και φράκο !
           Ήταν καιρός, που δεν μπορούσε να γράψει ούτ' ένα ποίημα !
Ούτ' έναν στίχο !
Έβλεπε τους ανθρώπους στο στενό βαριούς, δυσκίνητους, μελαγχολικούς, αγέλαστους, σαν ρομπότ που ξεπόρτιζαν να πάνε στη δουλειά τους και να γυρίσουν πίσω !
Το στενό δεν είχε ζωή !
Πουθενά παιδιά !
Οι νύχτες δεν μοσκοβόλαγαν χώμα κι άστρα κι αγάπη, όπως παλιά.
Οι παλιοί του φίλοι, απόντες από καιρό, ταξιδεμένοι , άλλοι στην αιωνιότητα, κι άλλοι σε τόπους μακρινούς.
         Σηκωθηκε, κοντοστάθηκε, τράβηξε αργά ως το έμπα του στενού, πήρε μια σκάλα, έφτασε την μπλε ταμπελίτσα που 'γραφε "ΟΔΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ" κι άρχισε να βγάζει ένα-ένα τα γράμματα απ' τ' όνομά του και το επίθετό του!
        Έβγαζε τώρα τα κεφαλαία γράμματα, και τα 'ριχνε στις βαθιές τσέπες μες στο φράκο του!
Έβγαλε όλον τον ..ΔΙΟΝΥΣΙΟ, κι άρχισε να βγάζει  τον ...ΣΟΛΩΜΟ !
Μες στη βιαση του όμως, ξέχασε το Ω , δεν το πρόσεξε, κατέβηκε, και χαιρέτησε από μακριά : 
-Γεια σας, θα ξανάρθω κάποτε μ' ένα σακκί ποιήματα, να τα στρώσω στο στενό,να λουλουδιάσει η γειτονιά ξανά όπως πρώτα!
  Και χάθηκε ψηλά,σαν μαύρο πουλί μ' ημίψηλο καπέλο και φράκο.
Απόμεινε η μπλε ταμπελιτσα, στο έμπα του στενού, "ΟΔΟΣ  Ω",να σημαίνει με το τελευταίο γράμμα της αλφαβήτας, το τέλος μιας εποχής που άνθιζαν οι τόποι κι όλα τα ζωντανά  σαν ποιήματα λεύτερα στον άνεμο, αθώα κι άσπιλα σαν το χιόνι στην Πίνδο, αληθινά σαν τον κυρ-Γιάννη τον Συλά τον σφαγέα που άμα έσφαζε ένα αρνί, έκλαιγε δέκα ώρες,σαν μικρό παιδί... 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
ΟΔΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ   (τραγούδι)
Εκεί που φεύγει ο ποιητής ,
βαθύ γεννιέται χάσμα,
χάνεται η αλήθεια κι η ομορφιά   
και της ζωής το θάμα .

Επέστρεφε,μια μέρα,επέστρεφε, 
άγιε Διονύσιε Σολωμέ!
Γράψ' το στο αίμα, κράτα το στον νου :
οδός Διονυσίου Σολωμού!
Γύρνα, αλαφροϊσκιωτε μια μέρα,
σαν μαύρο φως να λάμψεις στον αγέρα !

Εκεί που φεύγει ο ποιητής,
πέφτει βαθύ σκοτάδι, 
φαρμάκι μοιάζει το φιλί
και σίδερο το χάδι ! 
ά. - λεύτερη Πίνδος-Δευτέρα,23 Απρίλη 2018


                          ΤΕΛΟΣ

Γραφικά-επεξεργασία κειμένου: Δανάη Άγγ. Παπαγεωργίου